-
1 люк
το άνοιγμα, η θυρίδαвыпускной горн. - της εξαγωγήςвыходной мор. - της εξόδουгрузовой - (мор.ав.) το στόμιο του κύτουςмашинный мор. - του μηχανοστασίουкартерный мор. - της ελαιολε-κάνηςсветовой - мор. το σπιράγιο (ξεν.), η αναφωτίςсходный мор. - της καθόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > люк